Άγριον — Αρχαία πόλη της Κρήτης. Τοποθετείται κοντά στις εκβολές του ποταμού Σταυρωμένου του νομού Ρεθύμνης. Στο μέρος αυτό βρέθηκαν σημαντικές αρχαιότητες, μεταξύ των οποίων πολλά νομίσματα και ένα επιτύμβιο ανάγλυφο που παριστάνει νεαρό κυνηγό με το… … Dictionary of Greek
Ἄγριον — Ἄγριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИОАНН ПРЕДТЕЧА — [Иоанн Креститель; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος], крестивший Иисуса Христа, последний ветхозаветный пророк, открывший избранному народу Иисуса Христа как Мессию Спасителя (пам. 24 июня Рождество Иоанна Предтечи, 29 авг. Усекновение главы Иоанна… … Православная энциклопедия
PICRIS — Graeca vox πικρὶς, lactuca agrestis, Exodi c. 12. v. 8. in Vulgata, Et edent carnes nocte illâ assas ipsi et azymos panes cum lactucis agrestibus; ubi Vaticana translatio habet, Et azyma super picrides comedent: S. Cyprianus cum picridibus, legit … Hofmann J. Lexicon universale
μηλάγριον — μηλάγριον, τὸ (ΑΜ) άγριο μήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλον (Ι) + ἄγριον (πρβλ. μελε άγριον)] … Dictionary of Greek
πρωτάγριον — τὸ, ΜΑ συν. στον πληθ. τὰ πρωτάγρια μτφ. 1. οι πρώτοι καρποί («βασιλῆϊ φέρων πρωτάγρια μόχθων», Ανθ. Παλ.) 2. τα πρώτα βραβεία («τερπομένῃ παλάμῃ πρωτάγρια κούφισε νίκης», Noνν.) αρχ. η πρώτη άγρα, το πρώτο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * +… … Dictionary of Greek
χλούνης — ου, ὁ, Α 1. ως επίθ. α) (επικ. τ.) χαρακτηρισμός αγριόχοιρου («ἡ δὲ χολωσαμένη... ὦρσεν ἐπὶ χλούνην σῡν ἄγριον ἀργιόδοντα», Ομ. Ιλ.) β) αυτός που βγάζει αφρούς από το στόμα, ἀφριστής* γ) χλοεύνης* δ) ευνουχισμένος ε) ερημικός 2. ως ουσ. α)… … Dictionary of Greek
CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… … Hofmann J. Lexicon universale
PAVONES — Hebr. Gap desc: Hebrew, pro cuthijim, i. e. Cuthaei seu Persici, 1. Regum c. 10. v. 22. et 2. Paral. c. 9. v. 21. Semel singulis trienniis ibat (Salomonis) classis in Tharsis et afferebat aurum et argentum, dentes elephantinos, simias et pavones … Hofmann J. Lexicon universale
ROSICA Classis — ςτόλος Ῥώςικος vel ὁ τῶ Ῥὼς ςτόλος, apud Cedrenum in Michaele Theophili filio, circa A. C. 850. τὸ δὲ εντὸς Ἐυξείνου καὶ πᾶςαν τὴν ἀυτοῦ παραλίαν ὁ τῶ Ῥὼς ἐπόρθηςε καὶ κατέτρεχε ςτόλος. Ἔθνος δὲ οἱ Ῥὼς Σκυθικὸν πρὸς τὸν Ἀρκτῶον ταῦρον… … Hofmann J. Lexicon universale